αντίσπαστος

αντίσπαστος
Μετρικός πόδας ο οποίος αποτελείται από έναν ίαμβο που προηγείται και έναν τροχαίο που ακολουθεί, δηλαδή: υ- -υ. Ο πόδας αυτός, που λέγεται και βακχείος από ιάμβου, κατατασσόταν από τους αρχαίους στα πρωτότυπα μέτρα. Εισηγητής του υπήρξε ο Ηλιόδωρος, που άκμασε τον 2o αι. μ.Χ.
* * *
(Α ἀντίσπαστος, -ον)
μηχάνημα στο οποίο, με περιστροφή, μπορούν να τυλιχθούν καλώδια
αρχ.
1. αυτός που σύρθηκε προς την αντίθετη μεριά
2. εκείνος που προκαλεί σπασμούς
3. (για όργανο) αυτό που βγάζει δύο διαφορετικούς ήχους
4. μετρικός πους, ο οποίος αποτελείται από ίαμβο και τροχαίο: ∪ - - ∪

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀντίσπαστος — drawn in the contrary direction masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίσπαστον — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem acc sg ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισπάστοις — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισπάστου — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισπάστους — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισπάστων — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισπάστῳ — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίσπαστα — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίσπαστοι — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίσπαστ' — ἀντίσπαστα , ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction neut nom/voc/acc pl ἀντίσπαστε , ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”